- μεστός
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284-305) και Μαξιμιανού (286-305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου.
* * *-ή, -ό (ΑM μεστός, -ή, -όν)πλήρης, γεμάτος, φορτωμένοςνεοελλ.1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος («το στάρι είναι μεστό»2. (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος3. (για πρόσωπα) ηλικιωμένος4. μτφ. ώριμος πνευματικάμσν.συμπαγής, στερεόςαρχ.1. μτφ. ο κορεσμένος από κάποιο πράγμα, χορτάτος («τὸ δ' Ἄργος αὐτοῡ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία», Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεστόνη μεστότητα, η πληρότητα, το πλήρες.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το ρ. μαδώ* και τη λ. μήδεα* δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν είναι πειστική η άποψη που συνδέει τη λ. με το θ. μεδ- (*μεδ-τός) τού μέδ-ι-μνος].
Dictionary of Greek. 2013.